Σύμβολο ειρήνης, σοφίας, γονιμότητας, ευημερίας, ευφορίας, τύχης, νίκης. Κανένα καρποφόρο δέντρο στον τόπο μας δεν υμνήθηκε, δε ζωγραφίστηκε, δεν τραγουδήθηκε όσο το λιόδεντρο. Αυτό το δέντρο που αγαπάει τη θάλασσα και το μεσογειακό ήλιο, μεγαλώνει ακόμα και σε άγονα & πετρώδη εδάφη και αντέχει σε συνθήκες ανομβρίας και δυνατών ανέμων. Συντρόφεψε τους κατοίκους αυτών των περιοχών τόσο σε εποχές ευμάρειας, όσο και σε εποχές στέρησης και άφησε το αποτύπωμα του σε κάθε πολιτισμική παράδοση των λαών της Μεσογείου.
Κατά την ελληνική παράδοση, με τη γέννηση ενός παιδιού φυτεύεται μια ελιά. Η ελιά και το παιδί θα μεγαλώσουν ταυτόχρονα και όταν το παιδί θα γίνει 6 χρονών, η ελιά θα δώσει τους πρώτους της καρπούς. Θα μεγαλώσει με την οικογένεια, θα επιζήσει και θα βρίσκεται εκεί πολλές γενιές αργότερα για να θυμίζει τη συνέχιση και την εξέλιξη της ζωής.
Η φυσιολογική διάρκεια ζωής ενός ελαιόδεντρου είναι 300 έως και 600 χρονιά, ενώ υπάρχουν και ελιές που ξεπερνούν τα 1000 χρονιά ζωής. Η ιστορία της ελιάς ξεκίνησε πριν από περίπου 7000 χρόνια, στην περιοχή της Μεσογείου και κυρίως στην Ανατολική Μεσόγειο. Πιθανολογείται από τις διάφορες παραστάσεις στ’ αγγεία και τους μύθους στην ιστορία των λαών που ζουν γύρω από την Μεσόγειο, ότι πρωτοεμφανίστηκε στη Συρία. Στον ευρωπαϊκό όμως Μεσογειακό χώρο, ήρθε από την Ελλάδα, από Φοίνικες εμπόρους, από όπου και πέρασε στην Ιταλία, Γαλλία, Ισπανια, Πορτογαλία, Αμερική, Αυστραλία.
Άγριες ελιές στον ελλαδικό χώρο συλλέγονταν ήδη από τη Νεολιθική εποχή, το μέρος όμως από όπου ξεκίνησε η εξημέρωση του δέντρου πιθανολογείται πως είναι η Κρήτη. Αρχαιολογικά δεδομένα και ιστορικά ευρήματα επιβεβαιώνουν ότι κατά τη μινωική εποχή (3.000 – 1.000 πχ) η καλλιέργεια της ελιάς και το εμπόριο του ελαιολάδου ήταν διαδεδομένα στην Κρήτη, γεγονός που αποτελεί και έναν από τους κύριους λόγους της οικονομικής άνθησης που παρουσιάστηκε στο νησί κατά την περίοδο αυτή. Στο παλάτι της Κνωσού έχουν βρεθεί αγγεία (πιθάρια) και στέρνες από πέτρα, όπου φυλασσόταν το λάδι, ενώ στη Φαιστό συναντάμε τμήμα ελαιουργείου της εποχής εκείνης.
Οι αρχαίοι Έλληνες μετέφεραν την καλλιέργεια της ελιάς στις αποικίες τους: Σικελία, νότια Γαλλία, στη δυτική ακτή της Ισπανίας, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Αγάπησαν την ελιά και θεοποίησαν την καταγωγή της, προσδίδοντας της λατρευτικό και θρησκευτικό χαρακτήρα, καταδικάζοντας σε θάνατο όποιον κατέστρεφε ένα ελαιόδεντρο. Με κλάδο ελιάς έρχονταν οι αγγελιοφόροι για σύναψη ειρήνης, ενώ στους Ολυμπιακούς αγώνες μοναδικό βραβείο για τους νικητές ήταν ένα στεφάνι φτιαγμένο από τον “κότινο”, δηλαδή την άγρια ελιά. Πολλοί ήταν οι έλληνες φιλόσοφοι που μελέτησαν τις φαρμακευτικές ιδιότητες του ιερού αυτού δέντρου. Διοσκουρίδης, Διοκλής, Αναξαγόρας, Εμπεδοκλής, Ιπποκράτης. Χαρακτηριστικά στον Ιπποκράτειο κώδικα αναφέρονται πάνω από 60 θεραπείες της ελιάς.
Αναγνωρίζοντας την αξία του ελαιολάδου οι Ρωμαίοι συνέβαλλαν στην εξάπλωση της ελιάς στα εδάφη της αυτοκρατορίας τους. Το εμπόριο αναπτύσσεται ακόμη περισσότερο και τα ρωμαϊκά πλοία μεταφέρουν μεγάλες ποσότητες λαδιού σε περιοχές όπου δεν εκαλλιεργείτο η ελιά ή σε περιοχές όπου το στερούνταν οι άνθρωποι λόγω μικρής παραγωγής. Είναι η εποχή κατά την οποία αναπτύσσονται νέες τεχνικές έκθλιψης του ελαιοκάρπου και παρατηρείται μεγάλη πρόοδος στη διάδοση των ελαιοκομικών γνώσεων.
Στα χρόνια του Βυζαντίου διατηρήθηκαν τα παραδοσιακά κέντρα ελαιοκαλλιέργειας, ενώ ένα μεγάλο μέρος από τη συνολική παραγωγή προερχόταν από ελαιώνες που υπήρχαν στα Χριστιανικά μοναστήρια. Η διακίνηση του προϊόντος ακολουθεί τα πανάρχαια πρότυπα: γίνεται με ειδικούς αμφορείς που φορτώνονται στα πλοία και οδηγούνται προς τα μεγάλα αστικά κέντρα ή όπου αλλού υπάρχει αυξημένη ζήτηση. Η ανάγκη για φως (φωτισμός ναών, ανακτόρων, οικιών), παράλληλα με τις υπόλοιπες χρήσεις του, δημιουργεί όλο και μεγαλύτερες ανάγκες, τόσο που η Αυτοκρατορία να είναι διαρκώς ελλειμματική σε ελαιόλαδο. Έτσι δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, παρ’ ότι έκανε τη μεγαλύτερη εξαγωγή ελαιολάδου στον κόσμο, συχνά οι αρχές απαγορεύουν την εξαγωγή του.
Οι εξελίξεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία συνέβαλαν στην περαιτέρω ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών και διευκόλυναν τις θαλάσσιες μεταφορές. Το λάδι αρχίζει να βρίσκει ανοιχτούς τους θαλάσσιους δρόμους από το Αιγαίο προς τη ∆υτική Ευρώπη. Στην εποχή της τουρκοκρατίας, το εμπόριο του λαδιού γίνεται αφορμή ν’ αναπτυχθούν ισχυρές τοπικές οικονομίες, πράγμα που παρατηρείται και αργότερα, όταν η παραγωγή σαπουνιού συντελεί στη δημιουργία δυναμικών βιοτεχνικών μονάδων. Σε ελαιοπαραγωγικές περιοχές, όπως η Κρήτη, άρχιζουν να εγκαθίστανται προξενεία ευρωπαϊκών χωρών. Κατά το 18° αιώνα οι εξαγωγές ελαίου εφοδιάζουν τις ευρωπαϊκές αγορές, όχι απλώς μ’ ένα προϊόν που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην κουζίνα, αλλά με την πρώτη ύλη για την παραγωγή σαπουνιού. Έτσι σηματοδοτείται και η ίδρυση της ABEA από το Γάλλο χημικό Ιούλιο Δέη στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα στη Νέα Χώρα Χανίων, με στόχο την εξαγωγή πυρηνελαίου στη Μασσαλία, το πιο ισχυρό βιομηχανικό κέντρο σαπωνοποιίας της εποχής εκείνης.